- ληνίς
- (I)ληνίς, -ίδος, ἡ (ΑM) [Λήναι]η βακχεύουσα, η Βάκχη.————————(II)ληνίς, -ίδος, ἡ (Α) [ληνός]1. σκάφη για πότισμα ζώων2. σκάφη ζυμώματος3. η ιστοπέδη, το μέρος που υποδέχεται τον ιστό πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληνίς — a Bacchante fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίδα — ληνίς a Bacchante fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίδες — ληνίς a Bacchante fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνίδος — ληνίς a Bacchante fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… … Dictionary of Greek
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
las- — las English meaning: willing, active, covetous Deutsche Übersetzung: “gierig, lasziv, mutwillig, ausgelassen sein” Material: O.Ind. laṣati “begehrt” (*la ls ati), lülasa “begierig, violent, verlangend”, ullasita “ausgelassen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary